Laud - ορισμός. Τι είναι το Laud
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Laud - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Laud (disambiguation)

Laúd         
  • Barbarito Torres with his Cuban Laúd.
  • A [[rondalla]] with laudes included
  • Yes]] show in 2013
PLECTRUM-PLUCKED CHORDOPHONE FROM SPAIN
Laúd () is a plectrum-plucked chordophone from Spain, played also in diaspora countries such as Cuba and the Philippines.
Laud         
·vi Music or singing in honor of any one.
II. Laud ·vi High commendation; praise; honor; exaltation; glory.
III. Laud ·vi A part of divine worship, consisting chiefly of praise;
- usually in the ·pl
IV. Laud ·vi To praise in words alone, or with words and singing; to Celebrate; to Extol.
laud         
(lauds, lauding, lauded)
If people laud someone, they praise and admire them. (JOURNALISM)
He lauded the work of the UN High Commissioner for Refugees...
They lauded the former president as a hero...
Dickens was lauded for his social and moral sensitivity...
VERB: V n, V n as n, V n for n
lauded
...the most lauded actress in New York.
ADJ

Βικιπαίδεια

Laud

Laud may refer to:

  • Extraordinary praise
  • Laúd, a 12-string lute from Spain, played also in diaspora countries such as Cuba and the Philippines and featured in rondalla music
  • Laud, Indiana, an unincorporated community in Whitley County
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Laud
1. Engineers laud the bridge‘s strength and innovation.
2. Donors laud economies like Ethiopias entering the cut–flower market.
3. He could laud them for their place in Israel‘s history.
4. Details: Luxury–chain lovers laud the arrival of this palatial structure, which opened in October 2007.
5. Mr Blair and his ministers are happy to laud the apparent improvement in exam results.